- κοκόλιπος
- το кокосовое масло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκόλιπος — το χημ. λιπαρά ύλη που λαμβάνεται με συμπίεση τής σάρκας τού πυρήνα τών καρπών τού κοκοφοίνικα και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, και ύστερα από εξευγενισμό της, στη βιομηχανία τροφίμων, αλλ. λίπος τού κόκο ή βούτυρο τού κόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. κόκο +… … Dictionary of Greek
καπρονικό οξύ — Ονομασία κορεσμένου μονοκαρβονικού οξέος του τύπου CH3(CH2)4COOH. Είναι άχρωμο ή ελαφρώς κίτρινο ελαιώδες υγρό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στον αιθέρα· έχει ισχυρή όξινη γεύση, δυσάρεστη οσμήκαι σημείο βρασμού 205°C. Παρασκευάζεται με πολλές… … Dictionary of Greek